Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

(υπό κατασκευή)





AΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΚΛΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

"πε μου κόρ' αν σε φίλησεν , τα χείλη του να κόψω
πε μου κόρ' αν σε τσίμπησεν, τα χέρια του να κόψω
-Εφίλησεν κι ετσίμπησεν κι ότ' ήθελεν εποίσεν
και μες στην δίπλην των βυζιών σημάδι σου αφήκεν"

Απόσπασμα από εικονογράφηση σε συνέχειες.
Έργο Δ. Σκουρτέλη.

















Η Μαξιμού. Έργο Δ, Σκουρτέλη


Δύο τύποι γυναικών υπάρχουν στον Ακριτικό κύκλο: 

α) Οι "Αντρειωμένες", γυναίκες πολεμίστριες που είναι συχνά ισάξιες των αντίστοιχων Ηρώων, και σίγουρα πολύ δυνατότερες από τους κοινούς πολεμιστές. Κύρια αντιπρόσωπός τους είναι η Αμαζόνα Μαξιμώ, που όμως τελικά ταπεινώνεται από τον Διγενή. Άλλες ηρωίδες όμως, παραμένουν αήττητες.

β) Οι γυναίκες θύματα αρπαγής. Είναι το έπαθλο κάθε ήρωα, πανέμορφες και από ένδοξη οικογένεια. Είναι ακόμη η έσχατη ταπείνωση αν η γυναίκα του ήρωα αρπαχτεί. Συχνά οι Ακρίτες πείθονται να τις αρπάξουν μόνο και μόνο για λόγους φήμης. Άλλοτε αναπτύσσεται γνήσιος έρωτας, που σχεδόν πάντα προέρχεται από την τραγουδιστική ικανότητα του άρπαγα, που γοητεύει την καλή του. 

Πάντως οι αρπαγμένες γυναίκες δεν είναι σε καμιά περίπτωση άβουλες, και αντιδρούν ανάλογα, θετικά ή αρνητικά στην αρπαγή τους, Δεν φαίνεται να είναι θύματα των γεγονότων...  Συχνά αναφέρεται πως υποχρεώνουν τον υποψήφιο να αποδείξει την δύναμή του. ("το δικίμιν της αγάπης') 


Μπορούμε άφοβα να ισχυριστούμε πως το κύριο θέμα του Ακριτικού Έπους δεν είναι ο πόλεμος κατά των Μουσουλμάνων, αλλά οι αλεπάλληλες αρπαγές γυναικών, που όπως είπαμε, γίνονται κύρια για λόγους γοήτρου.


























Ο Διγενής κι ο ταμπουράς. Έργο Δ. Σκουρτέλη.



Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΛΕΒΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΟΥ


Τρείς άρχοντες εκάτσασιν να φάσιν και να πιούσιν.
Συναφοράν εν είχασιν κι εξήγησιν κρατούσιν.
Άλλος ξηγάται για σπαθίν κι άλλος για κοντάριν,
ο τρίτος ο καλύτερος πάνω σ' αυλές ξηγάται:


- Πολλές αυλές εγύρισα, πολλές αυλές είν' που'δα,
σαν τ' Αλιάντρη την αυλή, καμίαν αυλήν δεν είδα.
Οι πόρτες είν' με το ψηφίν, οι τοίχοι με τον τόρνον,
στα παναθυροκάμαρα κρέμεται το λογάριν,
'ποπανωθιόν του λογαριού μια κόρη αγρισμένη,
επιάσασιν κι εδώκαν την του Γιάννη χαρτωμένην.
Κείνη του Γιάννη δεν πρέπει, του Διγενή είν' που πρέπει.

Κι ο Διγενής απεξωθιόν στέκει κι ακρολογάται
κλωτσία της πόρτας έδωκεν, εξώ 'ταν κι έσω βρέθη.
Και που τον είδαν άρχοντες, επροσηκώθηκάν του:


- Καλώς ήρτεν ο Διγενής να φά, να πιεί με τα μας.


- Εγώ δεν ήρτ' ο Διγενής να φα, να πιώ με τα σας.
Τρείς άρχοντες εκάτσατε, να φάτε και να πιείτε,
συναφοράν δεν έχετε και ξήγησιν κρατείτε.
- Συναφοράν δεν έχομεν κι εξήγησιν κρατούμεν.
Κείνη του Γιάννη δεν πάει, μόνον της αφεντιάς σου.

Φτερνιστηρκά του μαύρου του, Χιλιοπαπού και πάει.
Και που 'δεν τον τον Διγενήν, επροσηκώθηκέν του:


-Καλώς ήρτεν ο Διγενής, να φα, να πιώ μετά σου,
μόνον ήρτα ο Διγενής, προξενητής να πάεις.


- Τα ρούχα μου ζαρώθηκαν και τ' άρματά μ' σκουριάσαν,
κι ο μαύρος μου είν' που κούτσανε, προξενητής δεν πάω.


Κι απολογάται ο Διγενής Χιλιοπαπού, και λέει:


- Τα ρούχα σου αν ζαρώθηκαν, δώ σου τα, τα δικά μου
τ' αρμάτά σου αν σκουριάσασιν, δω σου τα άρματά μου,
κι ο μαύρος αν εκούτσανε, τον μαύρο μου διώ σου
και πάλι σου, Χιλιοπαπού, προξενητής να πάεις.

   Βγάζει, φορεί τα ρούχα του, ζώνεται τ' άρματά του,
πηδά κι εκαβαλίκεψε τον πέρκαλον τον μαύρον.
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, στον Αλιάτρην πάει.
Και που'δαν τον οι άρχοντες επροσηκώθηκάν του:


- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού,  να φας, να πιείς με τα μας,
να φάεις άγρην του λαγού, να φας οφτόν περδίκιν,
να φας αγριοκρέμυδο να τρών αντρειωμένοι,
να πιείς γλυκόποτον κρασίν σε' γείαν του αντρογύνου.


- Εγώ δεν ήρτ' Χιλιοπαπού να φάω, να πιώ με τα σας,
ο Διγενής είν' που μ' έπεψε, προξενητής για να 'ρθω.
  

Κι απολογάτ' η μάνα της, τούτον τον λόγον λέει:


- Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,
και κείνος είν' πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω.
  Κι απολογάτ' ο κήρης της, τούτον τον λόγον λέει:


- Μάνα που την εγέννησεν θε να γεννήσει κι άλλες,
και κύρς που την έσπειρεν, θε να σπείρει και άλλες,
και πάλ' εγώ τον Διγενήν γαμπρόν θε να τον κάμω.

Φτερνιστηρκά Χιλιοπαπούς, στου Διγενή και πάει
και που τον είδεν ο Διγενής, πολλές χαρές εμπαίνει:


- Καλώς ήρτες, Χιλιοπαπού, με τα καλά μαντάτα,


- Καλώς ήρτε Χιλιοποαπούς, με τα κακά μαντάτα.


Και κεί χαμαί ο Διγενής αγριώθη κι εθυμώθη:


- Κατέβα, βρε Χιλιοπαπού, απο τον μαύρο κάτω,
τα ρούχα μ' είν' που ζάρωσες και τ' άρματά μου σκουριάσες,
τον μαύρον είν' που κάτσανες και τώρα ίντα να κάμω;





Ο Διγενής τραγουδά στην καλή του.
Έργο Δ. Σκουρτέλη.




- Απόμεινέ μου, Διγενή, για να σου παραγγείλω,

και πιάσε τούτο το στρατίν, τούτο το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βγάλει σε κεί πάνου στο λοφάκιν,

Έχει πευκάκια όμορφα, και κόψε ένα πευκάριν,



και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,

και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,

και τα πουλιά του ουρανού πάσι με τα σου ούλα,

κι η κόρη θε να γελαστεί, να βγεί στο παραθύριν.

Κι αν είσ' άξιος κι απότολμος, αρπάσεις την και φεύγεις.

Έτσι σαν του'πεν, έκαμεν, ωσάν του παραγγέλλει,

και πιάνει ούλον το στρατίν, ούλον το μονοπάτιν,

το μονοπάτιν βγάλεν σε κεί πάνω στο λοφάκιν,

έχει πευκάκια όμορφα και κόψ' ένα πευκάριν

και κάτσε και πελέκα το ένα καλόν βιολάριν,

και παίζε το και γαληνά, και γαληνά τραγούδα,

και τα πουλιά του ουρανού πάνε με τα σου ούλα

κι η κόρη θε να γελαστεί να βγεί στο παραθύριν



και κείνος ήταν άξιος αρπάζει την και φεύγει.



  

Έργο Δ. Σκουρτέλη.



Άλλοι μαχαίρια πιάσασι και άλλοι με τες πάλες,

κι εβρίσκει πέτρες ριζιμιές, στέκεται και πεζεύει

στέκεται διαλογίζεται ατός του και απατός του:



"Να μην την πάρω με σπαθίν κι είν' αντροπή δική μου".



"Μην έχ' η πέτρα δράκοντα και βγεί και φά την κόρην;




"


















 






Έργο Δ. Σκουρτέλη.

Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι εβγήκεν ένας δράκος

μία μπαστουνιάν έδωκέν του και στραβομασελλίζει;




-"Έβλεπε δράκοντ' έβλεπε, έβλεπε την κυράν του"



Φτερνιστηρκά του μαύρου του στον Αλιάντρη πάει,



στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει την πεθεράν του.



-"Κι απόμεινε, γαμπρούλη μου, να πάρεις τα προικιά της".



- Απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω.



-"Η μάνα του είν' Σαρακηνή κι ο κύρης του Οβραίος,



και κείνος πολλογύριστος, γαμπρόν δεν τόνε θέλω".



Και μίαν σπαθιά της έδωκε την κεφαλήν της κόβει.



Στο γύρισμα τ' απάρου του ρτόνει τον πεθερόν του


-"Κι απόμεινε γαμπρούλη μου να πάρεις τα προικιά της" 

-απροίκιστην την ήθελα κι απροίκιστην την παίρνω

Ο Διγενής συγκρούεται με τους Καπετάνιους των Απελατών
Κίνναμο και Γιαννάκη
με μόνο αμυντικό όπλο ένα "ιματίτσιν" που έχει τυλίξει στο χέρι του.
Στα γραπτά Έπη, είναι οι απελάτες που θέλουν να του κλέψουν την γυναίκα.
Στα Δημοτικά τραγούδια συμβαίνει το αντίθετο...
έργο Δ. Σκουρτέλη.

Στα γραπτά έπη αυτή η αφήγηση έχει διαχωριστεί σε πολλά τμήματα. Ο Φιλοπαππούς είναι ο έδοξος Καπετάνιος των Απελατών (=ληστών) και πράγματι προτείνει στον ανήλικο Διγενή να κλέψει μια νύφη σαν επίδειξη ικανότητας:

"Καί δύνασαι, νεώτερε, να κατεβείς εις βίγλαν (σκοπιά)
και να διαβούν οι άρχοντες, με τον γαμπρόν, την νύφην,
και με όλον το φουσσάτον τους και εσύ να εμπής στην μέσην
να επάρεις την νεόνυμφον και εδώ να με την φέρεις;"

Παρακάτω, μαθαίνουμε πως ο Γιάννης, ο γαμπρός, δεν είναι άλλος από το πρωτοπαλλήκαρο του Φιλοπαππού: 

"...την κόρην την εφύλαγα λόγου του Γιαννακίου.."

Λέι ο Φιλοπαππούς στη Μαξιμώ.

Έτσι, η συμπυκνωμένη σύγκρουση με τα πεθερικά, τον στρατό του Γιαννάκη, τον Φιλοπαππού, τον Δράκο, το Λιοντάρι (σε άλλη παραλλαγή) διαχωρίζονται σε ξεχωριστά επεισόδια στο Γραπτό Έπος. Είναι όμως πεντακάθαρο πως ο λόγιος ποιητής δεν γνωρίζει τίποτα παραπάνω από τον σκελετό των γεγονότων που παραδίδει τούτο το Τραγούδι -και τα άλλα παρόμοια. Το μόνο που έχει προστεθεί, είναι η σύμπραξη της Μαξιμώς  με τους απελάτες και η επακόλουθη ερωτική περιπέτεια του Διγενή.


Ο Διγενής προκαλεί τον Στρατηγό σε μάχη,
αφού έκλεψε την κόρη του. Έργο του Δ. Σκουρτέλη
Ο Βαθμός που η αρπαγή γυναικών έχει σαν στόχο την φήμη του απαγωγέα, φαίνεται από την αφήγηση της αρπαγής της γυναίκας του Διγενή. Ο ήρωας, ενώ έχει πάρει την καλή του αθόρυβα και έχει βγεί από το κάστρο του πατέρα της, τότε αρχίζει να φωνάζει πως την έκλεψε για να προκαλέσει καταδίωξη και να κερδίσει δόξα. Στη Ρώσικη παραλλαγή τα πράγματα αγγίζουν την υπερβολή: Ο Στρατηγός αρνείται να πιστέψει πως του κλέψανε την κόρη, και ο Διγενής περιμένει μιά... βδομάδα έξω από το κάστρο, για να... καταδιωχτεί επιτέλους, και να κερδίσει την πολυπόθητη δόξα...

Ούτε και πρέπει να υποτιμηθεί η οικονομική πλευρά του θέματος:



Στην Άρτα τ' άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο,
ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει.
Όλο τον κόσμο κάλεσε, τη γη την οικουμένη,
το Δίγιανο δεν κάλεσε, 'πό την κακογνωμιά του,
γιατί σκοτώνει τους γαμπρούς και παίρνει τις νυφάδες.
  Νάτος κι ο Γιάνος πόρχεται, νάτος κι ο Γιάνος που 'ρθε
και κατεβαίνει απ' τ' άλογο και βγάζει το σπαθί του,
και λέει στ' αρχοντόπουλο και στη βασιλοπούλα:
- Και ποιό γαμπρόν εσκότωσα και ποιά νύφην επήρα:
Φέρτε μου τώρα γλήγορα και μην χασομεράτε,
σαράντα λίτρες μάλαμα κι εφτά μαργαριτάρι,
να μην σκοτώσω τον γαμπρό, τη νύφη να μην πάρω.



Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΑ


Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα, 
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη, 
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου, 
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει, 
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι, 
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω, 
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"

Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν, 
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια, 
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος, 
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει. 
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια πουλάρια, 
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο. 
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν, 
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω, 
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της, 
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια, 
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια, 
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης. 
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι, 
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι, 
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."

Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."

Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει. 
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση, 
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει. 
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις, 
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα; 
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου, 
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης, 
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου. 
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης." 
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση. 
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη." 
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη. 
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι, 
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια, 
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του. 
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του, 
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του.







ΤΟΥ ΣΚΛΛΕΡΟΠΟΥΛΟΥ


Το ποίημα λέει "Ξερόπουλον", αλλά είναι πάνω από βέβαιο πως πρόκειται για την μεγάλη φάρα των Σκληρών, μια από τις μεγάλες Βυζαντινές οικογένειες φεουδαρχών.


Σήμερον εσυννέφιασεν, σήμερον εν να βρέξει
σήμερον το Ξερόπουλον είν' να καβαλλικεψει
να πάει και στου Κωνσταντά, την κάλην του να κλέψει.
Βγαίνει και πα στη μάνα του, ευκήν να του χαρίσει:


-Να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω μάνα μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.


Η μάνα που τουν μάισσα κι ο κύρης του 'στρονόμος
Το Σκλερόπουλον.
"Η μάνα που τουν μάισσα κι ο κύρης του 'στρονόμος"
Έργο Δ. Σκουρτέλη.
-Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...


Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:


-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.


-Ούλοι πάνε στη μάνα τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στην παλιοπετσάν να μου παραλαλήσει.


-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις.


Τρέχει και πα στον κύρην του ευκήν να του χαρίσει:


_'Φέντη κι αν είσ' αφέντης μου κι είμαι παιδίν δικό σου
να μου χαρίσεις την ευκήν στου Κωνσταντά να πάγω
φουμίζουν και την κάλη του, να πα να του τη πάρω
και να την φέρω αφέντη μου σκλάβα να μας δουλεύει
να μας σαρώνει τον οντά και να μας μαειρεύει.

-Πόμεινε γιέ μου, πόμεινε να μπω να 'στρονομήσω...

Και πέντε ώρες της νυκτός μπαίνει και 'στρονομά του
και δύο ώρες της 'μερός βγαίνει καλημερά του:

-Καλημερούδια γιούλη μου, και σου κορμίν θωράτον
μην πάγεις εις τον Κωνσταντά, γιατί ηύρα σε παρκάτου
Ο Κωνσταντάς είν' άνθρωπος και πρώτον παλληκάριν
κάλλιον σου παίζει το σπαθί και κάλλιον το κοντάριν
και χέμα πολεμίζει σε τ' άστρι και το φεγγάριν
και άφες το είν' πρώτος σ' ανεψιός κι είν' αντροπή μεγάλη.


-Ούλοι πάνε στον κύρη τους ευκήν να τους χαρίσει
κι εγώ 'ρτα στον πατσόερον να μου παραλαλήσει.

-Πήγαινε γιέ μου στο καλόν, Θεός να βοηθήσει
νά 'ρτεις ως την μεσόστραταν κι εμένα ν' αντυμίσεις
κι ελπίζω με τα κριάτα σου τους σκύλους να ταίσεις...

Βγαίνει και πα στ' αρμάρι του οπού 'χε τ' άρματά του
και φόρεσεν τα ρούχα του, εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μουδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Βγαίνει και πα στον στάβλον του οπούχε τ' άλογά του
μήτε τον άσπρον σέλλωσε μήτε τον σιζιννιά του
μόνε τον μαυρογόνατον, που 'ξερεν 'κειν' τα μέρη.
Σελλοχαλιναρώνει τον κι αρπάζει και κοντάριν
κι ίσια ευτύς ευρέθηκεν που πάνω καβαλλάρης.
άνοιξεν ταις αγκάλες του και τον Θεόν δοξάζει;


-Δοξάζω σε καλέ Θεέ, που σαι στα ψηλωμένα
και που γινώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα
άν είσαι πολυεύσπλακνος, βοήθα με και μένα.
Και να 'βρω και τον Κωνσταντάν τραπεζοκαθισμένον
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
να 'βρω και την αγάπην μου να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...



Θέλεις Θεός Χριστός ήτουν, θέλεις επάκουσέ του
τον σκύλον τον λαμπρόστομον στον άλυσσον δεμένον
την σκύλαν την κουλουκαρκάν στον λάκκον λακκισμένην,
ήβρε και την αγάπην του να μην ειν' αλλαγμένη
από λουτρόν κι από εκκλησιάν να 'ναι λουτουργισμένη...
Ο Κωνσταντάς και το  Σκλερόπουλον. Έργο του Δ. Σκουρτέλη.




Που τον θωρεί ο Κωνσταντάς, επροσηκώθηκέ του:

-Καλώς ήρτε τ' ανήψι μου να φα να πιεί μετά μου
να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον  που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι...


-Και δεν ήρτεν τ΄ανήψι μου να φα πιει μετά σου

να φάει την άγρη του λαγού, να φα ψητόν περδίκιν
να πιεί γλυκόπιοτον κρασίν που πίνουν οι γουμένοι
να φα ακροκεράμυον  που τρων οι αντρειωμένοι
και οπού τρων οι άρρωστοι και βρίσκουνται γιαμένοι
μον ήρτεν το ανήψι σου την κάλην σου να πάρει.

-Υπόμεινέ με αμήψι μου να μπω να την αλλάξω

-Θέλω την να είν΄ανάλαχτη, να μην είνα' αλλαγμένη.

Κατέβην που τον μαύρον του, πάνω του γονατίζει
και ράφτει τα ματάκια του μ' ένα ψιλόν ραφίιν
και δένει και τα χέρκα του τρείς δίπλες τ' αλυσίδιν
βάζει και εις την κοξούλαν του δυο κάνταρα μολύβιν
Απηλογήθ' η λυγερή και λέγει και λαλεί του:

-Τούτ' είν' που μου φημίζεσουν και τούτα μου ελάλεις
πως δεν με βγάλλεις ώρα μια από τις δυο σου αγκάλες;
Τούτ΄είν΄που μου φημίζεσουν, πως είσαι παληκάριν
πως θέλεις χίλιους στο σπαθίν και χίλιους στο κοντάρι;
Και τώρα πως σε νίκησεν το νέον παληκάριν;

-Πήγαινε κόρη στο καλό, Θεός να βοηθήσει,
μετά μου μεσημέριασες. μετά μου να δειπνήσεις.

Εβάσταξεν κι ο Κωσταντάς, κι έκοψεν το μεθύσιν
εκράνοιξε τα μάτια του κι έπεσεν το ραφίιν
κουνάει τα χεράκια του κι έπεσεν τ΄αλυσίιν
σούζει και την κοξούλαν του κι έπεσεν το μολύβιν
τρέχει και πα στ αρμάριν του κι οπούχεν τ άρματά του
εφόρεσεν τα ρούχα του κι εζώστη τα σπαθιά του
με μακρικά μηδέ κοντά ρούχα του πολεμάτου.
Τρέχει και πα στον στάβλο του οπού 'χε τ άλογά του
Άμα τον είδαν τ' άλογα εστέκαν και χωρούσαν
κείνα που ξεύραν πόλεμον το αίμα κατουρούσαν
και κείνα που δεν ξεύρασιν εγέρναν και ψοφούσαν.
Απηλογήθη κι είπε τους και λέγει και λαλεί τους:

-Ποιός άξιος κι απότολμος να φέρει την κυράν του;

Απηλογήθην ο γεράππαρος 'πο την απόξω πάχνην:

-Είμ΄άξιος κι απότολμος να φέρω την κυράν μου
οπού με κρυφοτάγιζεν κριθάριν στην ποδιά της
κι οπού με κρυφοπότιζεν νερόν μεσ' την λεκάνην
Σεοχαλιναρώσε με και βάλε προστελλίνες
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα                                
Μοναδική μαρτυρία για θωράκιση αλόγων στα Δημοτικά τραγούδια
Και φτερνιστήρια μη βαλλείς για δεν ηβρίσκ' αμάντα. 


Κατάφρακτος. Έργο Δ. Σκουρτέλη.



Σελλοχαλιναρώνει τον και βάλλει προστελλίνες 
και προστελλίνες έντεκα και πισιλλίνες τριάντα
και φτερνιστήρια έβαλεν κάθε πόδι του έναν.
Πηδά και καβαλλίκεψεν, κι άρπαξεν και κοντάριν  
(Ο πεπειραμένος Κωνσταντάς άδραξε το κοντάρι αφού καβαλλίκεψε, με τον σωστό τρόπο δηλ., ενώ ο νεαρός είχε καβαλικέψει κρατώντας το κοντάρι - ήδη προιωνίζεται το αποτέλεσμα της σύγκρουσης)
Φτερνιστιριάν που του 'δωκε κι εβγαίν' από το δώμαν
τα νέφη - νέφη έπιασεν, τα νέφη επεριπάτουν
Απηλογήθη ο Κωνσταντάς και λέγει και λαλεί του:


-Ήσουν πουλάρι δυο χρονών, κακό δεν έκαμές μου
εις τα γεροντοσύνια σου εσύ θα με σκοτώσεις.


-Σκύψε εις την μεσούλαν σου, εχ' αργυρόν θηκάριν
μέσα στ' αργυροθήκαρον έχ' αργυρόν μαχαίριν
τα φτερνιστήρια κόψε τα με το δεξί σου χέριν.


Ότι του είπεν έκανεν, ότι του παραγγέλνει
όλες τις στράτες έπιασεν, όλα τα μονοπάτια
και μόνον ειν που φάνηκεν ένα μικρόν βοσκάριν.
Πρώτα χτυπάτου μουστουνιά κι ύστερον αρωτά τον:


-Μην είδες το Ξερόπουλον, μην είδες το φουσσάτον;


-Α Θιέ, ετούτ' οι άρχοντες, ίντα που την κρατούσιν!
πρώτα χτυπούσιν μουστουνιάν κι ύστερον ερωτούσιν...
Να κάτσω στον λογαριασμόν, και βιάζουμαι να πάγω.
Είχεν εξήντα φλάμπουρους των εκατόν χιλιάδων.


Τρέχει και κοντοφτάνει τους, τ΄αππάριν χλιμιντρίζει.
Που τ' άκουσεν η κάλη του, ευρέθη να γελάει.
Απηλογήθη το Ξερόπουλον και λέγει και λαλεί της:


-Ως που ΄σουν εις τους τόπους σου, ήσουν μαραζωμένη
τώρα που ΄ρτες στους τόπους μου εβρέθης γελασμένη.


- Τ΄αππάριν που σε τσίνιζεν και τώρα -ν-ανεφάνη.


-Να ξερα ποιού είν΄το φταίξιμο, ποιός έχει την αιτίαν.
(Εννοεί πως υποπτεύεται πως κάποιος ελευθέρωσε τον Κωνσταντά)
Γυρίζει πα στον άππαρον κι έκαμεν αμαρτίαν.
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κι εφάνη ομπροστά τους.


Ο Κωνσταντάς πολεμά το φουσσάτο του Σκλερόπουλου.Έργο του Δ. Σκουρτέλη.


Ούλες τις άκρες έπιανεν, η μέση καταλυέτουν.
(Προφανώς συγκρούεται με τις εκατό χιλιάδες που αναφέρθηκαν προηγουμένως)
και τέλεια και στα ύστερα ήβρεν τον ανηψιόν του.


Ο Κωνσταντάς και το  Σκλερόπουλον. Έργο του Δ. Σκουρτέλη.


Κατέβην που τ΄αππάριν του ομπρός του γονατίζει.


Πε μου κόρ' αν σε φίλησεν , τα χείλη του να κόψω
πε μου κόρ' αν σε τσίμπησεν, τα χέρια του να κόψω

-Εφίλησεν κι ετσίμπησεν κι ότ' ήθελεν εποίσεν
και μες στην δίπλην των βυζιών σημάδι σου αφήκεν.



Γυρίζει το σπαθάκιν του, κόφτει τα δυο του χείλη,
κόμη ξαναδιπλάζει του, κόφτει τα δυο του χέρια.


-Παρά και κόφτεις τα χέρια μου, κόψε την κεφαλή μου
γιατί επαραγγέλνανε εμένα οι γονιοί μου 
κι εγώ δεν τους εκρόστηκα, ας τά ΄βρει η κεφαλή μου.


Ο Κωνσταντάς και το  Σκλερόπουλον. Έργο του Δ. Σκουρτέλη.




-Κόμα ξαναδιπλάζει του, κόφτει τον που την μέσην
και πιάνει και τ' αππάρια κου, και τα λαγωνικά του
κι έπιασεν και επήρεν τα ούλα μαζίν μετά του.








-



---------------------------------------------------------------------
Για την διάθεση ή παραγγελία των εμφανιζόμενων πινάκων και σχεδίων, κεραμικών, κλπ, παρακαλώ εικοινωνείστε στο   Dim.skourt@gmail.com

For sales or order of the above paimtings, drawings and ceramics, you may contact us at Dim.skourt@gmail.com







-                                                   


















(συνεχίζεται)







-