ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ

(Υπό κατασκευή)





ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ 






Η  μάχη του Αντρόνικου και των γιων του κατά
του Εμίρ Αλή. Απόσπασμα εικονογράφησης σε συνέχειες.
Έργο του Δ. Σκουρτέλη


Στα γραπτά Έπη, ο παππούς του Διγενή, ο Στρατηγός Αντρόνικος, 
είναι εξόριστος "δια μούρτικα φουσσάτα" ή 
"δια μούρτην στα φουσσάτα" (=για επαναστατημένα στρατεύματα) 
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αμιράς 
μπόρεσε να απαγάγει την Στρατηγοπούλα, την κόρη του, 
τόσο εύκολα. Τελικά, η νεαρή διασώζεται από τα αδέλφια της, 
τους γιούς του Αντρόνικου, ο Αμιράς βαφτίζεται Χριστιανός λόγω έρωτα, 
και όλοι εγκαθίστανται στα Σύνορα ως Ακρίτες άρχοντες.

Εδώ υπάρχει μιά αντίφαση. 
Ναι μεν οι Μουσουλμάνοι γίνονταν αποδεκτοί ως Ακρίτες 
από την Αυτοκρατορία, ακόμα και χωρίς αλλαγή της πίστης τους, 
αλλά η ανακήρυξη του Αντρόνικου ως "μούρτικου" (=στασιαστή) 
Στρατηγού, θα επέφερε υποχρεωτικά κρατικό διωγμό 
και στην οικογένειά του.

Την αντίφαση λύνει το παρακάτω Δημοτικό τραγούδι. 
Πράγματι, ο πιο ξακουστός γιος του Αντρόνικου, 
ο Κωνσταντίνος ή Κωνσταντάς,  συλλαμβάνεται από τον Αυτοκράτορα, 
αλλά τότε, ο εξόριστος Στρατηγός, απειλεί την Αυτοκρατορία με επίθεση,                                 και μάλιστα, ακόμα και με άλωση της Κωνσταντινούπολης!!!

Στα υπόλοιπα Δημοτικά τραγούδια, οι ρόλοι αντιστρέφονται, 
με την γνωστή εξιδανίκευση της λαϊκής μούσας. 
Δεν είναι εξόριστος ο Αντρόνικος, μα ο γιός του και η γυναίκα του 
βρίσκονται αιχμάλωτοι των Μουσουλμάνων. 
Ο Κωνσταντίνος (ή "Αιχμάλωτος") έχει όμως την τύχη 
να τον αγαπά ο Εμίρ Αλής  σαν παιδί του, και,  
ανάλογα με τις παραλλαγές, ή νικά τους Μουσουλμάνους, 
ή αφήνεται ελεύθερος να επιστρέψει στην "Ρωμανία" (Ρωμαίικη Αυτοκρατορία) 
Εδώ, βέβαια, ο Εμίρ Αλής είναι άλλο πρόσωπο από τον Αμιρά, 
τον πατέρα του Διγενή.

Εκεί, στην πατρίδα του, ο νεαρός Κωνσταντίνος 
αντιμετωπίζει την εχθρότητα και την δυσπιστία των δικών του, 
και η αναγνώριση, -τυπικά πλέον για τον Ακριτικό κύκλο-  
γίνεται με επίδειξη της υπερφυσικής δύναμης του νεαρού, 
που αποδείχνει την... καταγωγή του πέρα από κάθε αμφιβολία...

Ο Κωνσταντίνος γίνεται πλέον συμπολεμιστής του πατέρα του, 
Αντρόνικου, και του αδελφού του, Ξανθίνου, μέχρι που
 στη φωτιά μιας μάχης στα σύνορα 
έρχεται αντιμέτωπος με τον θετό του πατέρα, 
τον Εμίρ Αλή.... 



Ο "Αιχμάλωτος" 
ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον Εμίρ Αλή. 
Απόσπασμα εικονογράφησης σε συνέχειες. 
Έργο Δ. Σκουρτέλη.

Ο Σιδερένιος Πύργος


Ο βασιλιάς ηθέλησε να πάγει στο κυνήγι
μ' εξηπέντε άρχοντες, μ' ογδόντα παλληκάρια
με του Παπάνου τα παιδιά και με τον Κωνσταντίνον
Ολημερίς γυρίζουσιν κυνήγι δεν ευρήκαν
Εκεί στα κλινογέρματα. δυό ώρες για να βραδυάσει
θωρούν λιοντάρι κι έρχεται, λιοντάρι κατεβαίνει
κι ήλαμπεν το κεφάλιν του σαν το λαμπρόν φεγγάρι
κι οπίσω η ν-ουρίτσα του σαράντα κόμπους κάνει
κι ο κάθε κόμπος έγραφε : Σαράντα δε φοβούμαι.








































Λιοντάρι από την Στάρα-Ζάγορα. Αντίγραφο.
 Έργο Δ. Σκουρτέλη.





Προς την μεριάν του Κωνσταντή χλιμηντηρά και πάγει.
Κι ο Κωνσταντής τον μαύρο του οπίσω τον γυρίζει.


-Μόλα Κώστα το μαύρο σου και στο λιοντάρι σύρε!


-Φοβούμαι, αφέντη βασιλιά, μην πας και με χαλάσεις...


-Μα τ΄αγικόρφι που βαστώ, και μα το χαϊμαλί μου,
μα την Κωνσταντινούπολιν, Κώστα μου, μη φοβάσαι...


Με τέσσερα το ήπιασε, με πέντε το ζουλίζει.




Το λιοντάρι. έργο του Δ. Σκουρτέλη



όσοι άρχοντες τον είδανε, αντιζηλέψανέ τον:


-Θωρείς αφέντη βασιλιά, τούτον τον Κωνσταντίνον;
αγάλι αγάλι να πιαστεί, αγάλι να τον δέσεις
κι αγάλια να τον βάλετε σε Πύργον Σιδερένιο
σε Πύργον Ολοσίδερο, βολυμοσκεπασμένον.


Και μια Λαμπρήν, μιαν Κεριακήν, μιαν έμορφην ημέραν,
αγάλια αγάλια πιάνουν τον, κι αγάλια δένουσίν τον
κι αγάλια παν και βάνουν τον σε Πύργον Σιδερένιον
σε Πύργον ολοσίδερον, βολυμοσκεπασμένον.


Κι ο αφέντης του προσγεύουνταν κάτω στην Βαβυλώνα (=Βαγδάτη)
και το κρασίν οπού 'πινεν πολύ θολό του φάνη.


-Σήμερον τον υγιούκα μου, σήμερον τον υγιόν μου
σήμερον τον υγιούκα μου σε βρόχια τον εβάλαν,
σε βρόχια και σε σίδερα, σε φυλακές μεγάλες...
































Ο Αντρόνικος - Παπάνος μαντεύει από το κρασί
Απόσπασμα εικονογράφησης σε συνέχειες. 
έργο Δ. Σκουρτέλη.










Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά καβαλλικεύει
κι ο μαύρος του τον έβγαλε απόξω από τον Πύργο.
δίνει του Πύργου μια κλωτσιά και πάγει μέσα κι όξω,
κι από το χέρι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει:


-Θωρείς αφέντη βασιλιά τούτον τον Κωνσταντίνο;
ήθεν του κάνεις τίποτε, κι ήθεν μου τον χαλάσεις,
εσέ και την βασίλισσα ήθελε να βοθρίσω
και την Κωνσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω!














"...δίνει του Πύργου μια κλωτσιά..." Εικονογράφηση σε συνέχειες από τον Δ. Σκουρτέλη.








Ο ΓΙΑΝΝΟΣ Τ΄ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ Ο ΓΙΟΣ



Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρυό νερό,
εκεί κείτεται ο Γιάννος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
κομμένος και σφαμένος κι ανεγνώριστος.
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν στη γης,
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθιά πληγή.


Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαίν,
κι απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.

Ο Γιάννος. Έργο Δ. Σκουρτέλη.

--Γιάννο μ', δεν είχες μάνα, μάνα κι αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
--Θαρρώ πως είχα μάνα, μάνα κι αδερφή,
κι η δόλια η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυό μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας.
--Γιάννο μου, δε σου το είπα, δε σ' ορμήνευα,
με χίλιους μην τα βάνεις και μην πολεμάς;
--Σώπα καλέ γυναίκα, και ντροπιάζεις με.

Εγώ είμαι ο αντρειωμένος, τ' Αντρονίκου ο γιός,
που τρέμει ο κόσμος όλος κι όλα τα χωριά,
και τρέμουν τρείς πασάδες που πολέμαγα.
δεν ήταν μήτε πέντε, μήτε δεκαοχτώ,
εφτά χιλιάδες ήταν κι εγώ αμοναχός
κι απ' τις εφτά χιλιάδες ένας γλίτωσε,
που'χε λαγού πηλάλα, δράκου δύναμη,
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα.
Στα νέφια νέφια πάει, στα νέφια περπατεί,
στον ουρανό πετούσε, στ' άστρη εχάνονταν.
Μιά σαϊτιά μου παίζει μέσα στην καρδιά,
τη δύναμή μου κόβει κι όλη την αντρειά.



Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΥ



Ο Αντρόνικος. Έργο του Δ. Σκουρτέλη. 
Το κράνος του είναι εμπνευσμένο από ένα γνήσιο δείγμα της εποχής.

"Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει (ορκιστεί) τρεις φορές, μη γύρεις να πεζεύσεις..."


Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου!
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'!

Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον


Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες

δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.

Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:


-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου!
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:

-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις. 


Ο Αντρόνικος στη μάχη. Έργο του Δ. Σκουρτέλη

Και σαν του είπεν έκαμεν και σαν του παραγγέλλει.
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού του μαύρη
και τρεις φορές την γύρισεν και πόρταν δεν εβρήκεν
και μ΄έναν κλώτσον δυνατόν, έξω ήταν μέσ' εβρέθη.
Ανδρόνικος που τον θωρεί, βγαίνει και χαιρετά του:


-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πόθεν έν η γενιά σου
και πόθεν έν η ρίζα σου και τα γεννετικά σου;


-Αν δε μου ΄μώσεις τρεις φορές, δεν γύρνω να πεζεύσω.


-Να σύρω το σπαθάκι μου, καλά θέλω σου 'μώσω!


-Να σύρεις το σπαθάκι σου, έχω κι εγώ δικό μου.


-Αν πιάσω το κοντάριν μου, καλά θέλω σου 'μώσω!


Άν πιάσεις το κοντάριν σου, έχω κι εγώ δικό μου.


-Μα το σπαθί που ζώνουμαι και κόφτει μπρος και πίσου
εις την καρδιά μου να μπηχτεί αν σε καταδικήσω....


Ακρόγυρεν και πέζευσεν από τον μαύρον κάτω
Τότε καταρωτήσαν το πόθεν εν η γενιά του
και πόθεν εν η ρίζα του και τα γεννετικά του.
Κι αυτός απηλογήθην τους απ' την αρχή και λέει:





Ο Αντρόνικος και ογιός του. Έργο του Δ. Σκουρτέλη

(Η ίδια αρχική αφήγηση)
Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν οι Αραβίδες
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλή του
εγγαστρωμένη εννιά μηνώ, στην ώρα να γεννήσει
Στη φυλακή το γέννησε, στα σίδερα το τρέφει
Η μάνα του το τάιζε ψυχούδια με το γάλα
η ΄μίρισσα το τάιζε ψυχούδια με το μέλι.
Η μάνα του του έλεγε: -Ά, υιέ μου τ' Ανδρονίκου!
κι η 'μίρισσα του έλεγε: -Α υιέ μου τ' Αμιρά σ'!

Χρονιός επιάσε το σπαθί και διέτης το κοντάρι
κι όταν επάτησε τους τρεις, κρατιέται παλληκάρι
Εβγήκε, διαλαλήθηκε, κανένα δε φοβάται
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον
μήτε τον Πετροτράχηλον, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Κι αν είναι δίκιος πόλεμος, μήτε τον Κωνσταντίνον

Ετράβηξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει
Φτερνιστηριάν του χάρισε, ανω εις βουνίν εβγαίνει
Κι εβρίσκει τους Σαρακηνούς, δικίμιν επηδούσαν.
Δικίμιν που πηδάτ’ εσείς, πηδάνε κι οι γυναίκες
Κι όχι γυναίκες άτροφες, μόνον οι εγγαστρωμένες.
Οι μαύροι σας είναι εννιά κι ένας δικός μου δέκα
Δήστε κι εξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράψετε τα ματάκια μου τρεις δίπλες το ραφίδι
βάρτε και στις μασκάλες μου τρικάνταρον μολύβι
και βάρτε και στα πόδια μου δυο σιδερένιες κλάπες
δια να ιδείτε πως πηδούν Ρωμαίοι παλληκάρια.

Δένουν κι εξαγκωνιάζουν τον με τρεις δίπλες τ’ αλυσσίδι
Ράβουν και τα ματάκια τουτρεις δίπλες το ραφίδι
βάζουν και στις μασκάλες του τρικάνταρον μολύβι
και βάζουν και στα πόδια του δυο σιδερένιες κλάπες
Αφού τούτα εκάμασι, Σαρακηνοί λαλούν του:

-Α βρε μωρόν κι ανέλικον, πάει η λευτεριά σου!
Ξανοίγει τα ματάκια του,έκοψεν το ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κι έκοψεν τ' αλυσσίδι
έσεισε τις μασχάλες του κι έπεσεν το μολύβι
και δυο πηδήματα έκαμεν, και έπεσαν οι κλάπες.
κι από τους μαύρους τους εννιά εβρέθη στον δικόν του
Φτερνιστηριάν του χάρισε, στον κάμπον κατεβαίνει
κι η μάνα του του έλεγε από το παραθύρι:

-Γιέ μου κι αν πας στον κύρη σου, στάσου να σ' ορμηνέψω:
Όλες οι τέντες κόκκινες και του κυρού σου μαύρη
κι αν δε σου 'μώσει τρεις φορές, μη γείρεις να πεζεύσεις.

Ανδρόνικος που τον θεωρεί, ελούσθη των κλαμάτων
σηκώνει τα χεράκια του και τον Θεόν δοξάζει:

Δοξάζω σε γλυκέ Θεέ, και δεύτερον και τρίτον
Οπού 'μουν μονοξίφτερος κι έκαμα δυο ξιφτέρια!!! 




Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ


(το τραγούδι μνημονεύει την Άλωση της Πόλης, αλλά τα γεγονότα που εκτυλίσσονται σε αυτό είναι κατά πολύ αρχαιότερα. Άλλωστε, στη συνέχεια του τραγουδιού περιγράφεται ανεξάρτητο Ρωμαίικο κράτος. Είναι οι τυπικές αντιφάσεις της προφορικής παράδοσης, όπου η ιστορική ακρίβεια μπαίνει σε δευτερεύουσα μοίρα)


Ο Εμίρ Αλής κι ο Αιχμάλωτος. Έργο Δ. Σκουρτέλη

Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον = έγγυος
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας
Εμέν αυτός πεσλέγεβεν με το μελ' με το γάλαν
με το μελίν με το γαλάν και με τ΄αρνί το κρέας.
Στα φανερά ταντάνιζεν στα κρύφα διαρμηνεύει.


-Υγιέ μ' αν ζεις και γίνεσαι στη Ρωμανίαν φύγον
εκεί χεν κυρ΄Αντρόνικον και αδελφόν Ξαντίνον.


Εγένετον ο Αιχμάλωτον, εγέντον κι ερματώθεν.
Επαίρεν τ' αλαφρόν σπαθίν κι ελλενικόν κοντάριν Εδώ: τεράστιο
τοιμάσκετ' ο αιχμάλωτον και τση δενής τη στράτα  Δενή = θάλασσα. τουρκ.


-Αστρίτσια μ' χαμηλώσετεν, φεγγάρι μ' κάθα έλα
για δείξετέ με την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν... =Βυζάντιο.


Οι άστροι εχαμέλεναν, οι φέγγοι κάθα ήρθαν
εδείξαν ατον την στρατήν ντο πάει στη Ρωμανίαν


Ο Αντρόνικος και οι γιοί του. Έργο Δ. Σκουρτέλη

Ας το επαρακούρσεψεν, τα αίματα λουσμένος
κύρην κ' υγιόν απάντεσεν απάν στο σταυροδρόμι.
Ο κύρης εκοιμήθηκαν ο γιόκας εν στα ξύπνια.
Διαβαίν, καλημερίζ' ατόν, καλημεράν -κ επαίρεν κ, -κι= ουκ, ουχί, δεν
έσυραν τα σπαθία τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα σπαθία τουν -κι κρούγνε τόνα τάλλο.
Έπιασαν τα κοντάρια τουν να κρούγνε τόνα τάλλο.
Τσακώθαν τα κοντάρια τουν, κι κρούγνε τόνα τάλλο.
έρχουνται κι αναταμούντανε και κρούγνε μουστουνίας.
Ας του μουστί το χτύπεμαν εγνέφιξεν ο κύρης ατ'     Μουστί =γροθιά. Εγνέφιξεν= ξύπνησε


-Υιέ μ' εσέν κανείς ' κ εντώκεν σε εσέν κανείς 'κι κρούει
κατά π ελέπν τα ομάτια μου ατός έει σε και πάγει.
Για στα κι ας αρωτούμ' ατόν τα γονικά τ απόθεν.
Στον Θιό σ' στον Θιό σ' αιχμάλωτε. τα γονικά σ' απόθεν;



Οι Τούρκ' όνταν εκούρσευαν την Πόλ' την Ρωμανίαν
επάτνανε τα εγκλησιάς και παίρναν τα εικόνας
επαίρνανε χρουσά σταυρά κι αργύρεν μαστραπάδες
επήραν και την μάνα μ' σ' εμέν έμποδος έτον = έγγυος
Επήγεν και νεποίκε με σ' Εμίρ Αλή τα σκάλας...


- Παιδίν 'εμνε και εγέρασα, ζευγάρ' γεράκι ΄κ είχα
κι ατώρα ατ εγέρασα, ζευγάρ' γεράκια χτέθα. =απόκτησα


Ας τη χαράν του ατό πολλά κατήβανε τα δάκρυα τ'.
κατήβανε τα δάκρυα ατ Καλομηνάν χαλάτσια. Καλομηνάς = Μάης
Κλώσκεται στην ανατολήν  κάμνει τρία μετάνοιας.


-Χριστέ μ' κι αν εκατέβαινεν το πέραγγα φουσσάτον
μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδας,
να παίρναν τα γεράκια μου εγώ εκείνα ντούνα.


Το λόγον ατ' επλέρωσεν το λόγον ατ' εξείπεν
όνταν τερεί τα πέραγγα φουσσάτον κατεβαίνει 
 μουδέ πολλά μουδέ λιγόν, εννέα χιλιάδες.
επήρεν τα γεράκια του, εκείντς εκεί εντώκεν.


Εκεί που κρούει ο Ξάντινον το γαίμαν να πλαντάζει
Εκεί που κρούει ο αιχμάλωτον το γαίμαν ως τη γούλαν =λαιμό


-Οπίσ' οπίσ' Εμίρ Αλή, οπίσ κι εσέν με κρούω
Τ' ομμάτια μ' εθαμπούρωσαν και το σπαθί μ εσ' άφναν
Αν κρούγω και σκοτώνω σε θα λέγετ' εν φονέας.
'κι κρούω, 'κι σκοτώνω σε, θα λέγνε εφοβέθεν.


Καλλίον 'κι σκοτώνω σε κι ας λέγνε εφοβέθεν...




Έργο Δ. Σκουρτέλη. Απόσπασμα εικονογράφησης σε συνέχειες.








---------------------------------------------------------------------
Για την διάθεση ή παραγγελία των εμφανιζόμενων πινάκων και σχεδίων, κεραμικών, κλπ, παρακαλώ εικοινωνείστε στο   Dim.skourt@gmail.com

For sales or order of the above paimtings, drawings and ceramics, you may contact us at Dim.skourt@gmail.com