ΑΛΛΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ

(υπό κατασκευή)



Ακρίτες στη μάχη. Τμήμα έργου Δ. Σκουρτέλη




























"Ουδέ τον Βάρδαν φοβούμαι τον Φωκάν, ουδέ τον Νικεφόρον
ουδέ τον Βαρυτράχηλον, ντο σπαθί κόφτ' έμπρου κι οπίσου..."
και αλλού:
Κάβουρας εδρακόντεψε και τρώει τους αντρειωμένους,
τρώει το μαύρον τον Φουκά, τρώει το Νικηφόρο,
τρώνει τον Πετροτράχηλο, τον τρέμει η γής κι ο κόσμος

και αλλού:
Πιάνει, καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους:
-Να'ρθει ο Μηνάς, ο Μαυραλής, να'ρθει κι ο γιός του Δράκου,
να'ρθει κι ο Τρεμαντάχηλος που τρέμει η γη κι ο κόσμος

και αλλού:
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου, του νιου του παινεμένου. 
"Μαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρο καβαλλικεύγεις.
Μαθθαίνεις το να περπατή, μαθθαίνεις το να δρέμη,
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου,

μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου 
 ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου"...


Ο ΣΑΡΑΚΕΝΟΣ
Ο Σαρακενός. Έργο του Δ. Σκουρτέλη






















Σαρακενός εκείτουτα σε σιδερένιο στρώμα,
σε σιδερένιο πάπλωμα, σε σιδερό σεντόνι
και ψυχομάχιε το σκυλί κι εσειούταν το σεράι



Το Σαράι. Έργο του Δ. Σκουρτέλη
















και το φουσάτο του'τρεμε, ποιός να τονε ρωτήσει.
Κι ένας μικρός γιανίτσαρος πάει και τον ρωτάει.
Τρείς λεβαντιέρες έκαμε, κι εμπρός του γονατίζει:
- Για πέ μ' εσύ, Σαρακενέ, ποιά'ναιν η αρρωστιά σου;
- Ευκήν έχω της μάνας μου κι ευκήν 'πό του κυρού μου
κι ευκήν του πρώτου μου αδερφού, να μη το μολοήσω,
μα τώρα που με ρώτησες, θα σου το μολοήσω.
Το μαύρο μου χαλίνωσα, κι ήβγα να σεργιανίσω,
κι ο μαύρος μου ήταν γλήρρος κι ήταν και παιχνιδιάρης,
κι επήε με κατέβασε σ' ένα κομπολειβάδι,
κι είχε μια τέντα κόκκινη καταμεσίς στον κάμπο.
Θέε μου, και πώς έμπρεπεν η τέντα στο λειβάδι!




Ο Σαρακενος. "Σύρνω τα τεντοπάλουκα και μπαίνω μεσ΄στην τέντα" 

Έργο Δ. Σκουρτέλη




Τούρκικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Ρωμάικα έριξα φωνή, δε μ' επηλοηθήκα.
Πασαπιστής εφώναξα, δε μ' επηλοηθήκα.
Σύρνω τα τεντοπάλουκα και μπαίνω μέσ' στην τέντα.
Θωρώ 'να νιό και κάθονταν, ανήλιο παληκάρι,
ανήλιο κι αμουστάκωτο, κι επάνω στην αντρειά του
κι εκράτιεν και στα γόνατα μια λυγερή κοπέλα.




Αντίγραφο Βυζαντινού κεραμικού από την Κόρινθο. 
Ο Διγενής (;) κι καλή του.
Έργο Δ. Σκουρτέλη


"Θωρώ 'να νιό και κάθονταν, ανήλιο παληκάρι,
ανήλιο κι αμουστάκωτο, κι επάνω στην αντρειά του
κι εκράτιεν και στα γόνατα μια λυγερή κοπέλα."
Έργο του Δ. Σκουρτέλη.

-- Καλώς τον το Σαρακενό, να φά, να πιεί μετά μας!
   Βγάζει και δίνει μου κρασί κι αφράτο παξιμάδι.
Βγάζω και δίνω του ξυλιάν επάνω στο βραχιόνι.
Να'ταν βουνόν, εγκρέμουν το, δέντρο, ξερίζωνά το,
να' ταν και πετροκάραβον, αναποδογύριζά το,
κι εκείνο τ' άπιστο σκυλί, τίποτε δεν του φάνη,



Έργο του Δ. Σκουρτέλη

και παίρνει το ματσούκι του στο δυνατό του χέρι 
και δίνει μιά το μαύρο μου και μιά τον καβαλάρη.
Σήμερον έχω εννιά μήνες κείτουμαι στο κλινάρι.

Ο Σαρακενός. Έργο του Δ. Σκουρτέλη











Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του, 
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες...




Έργο Δ. Σκουρτέλη.

 






















Ο σώκος (: σώκιστρον, λάσσο) 

ένα ξεχασμένο όπλο των Βυζαντινών 

422 μΧ, επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού. 

Μια μονομαχία μεταξύ ένός Πέρση και ενός Ελληνα, του Αρεόβινδου, Κόμητα των Φεδεράτων, κρίνει την τύχη της Ειρήνης ή του Πολέμου μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών.

Ο Αρεόβινδος πιάνει τον Πέρση με τον σώκο του, τον ρίχνει από το άλογο, και τον σφάζει.Το όπλο αυτό αναφέρεται και στο ακριτικό τραγούδι "του Θεοφύλαχτου", ως"Βροχόλουρα", και εδώ, θεωρείται όπλο παιδιών και δειλών.

Δεν έχει διασωθεί κάποια βυζαντινή απεικόνιση με "σώκο".
Την χρήση του στη μάχη, την βλέπουμε σε αυτήν την Ισλαμική μινιατούρα.

ΤΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ

Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Αλεξαντροπολίτης
έκαμεν μιαν γιορτή μικρή και μια γιορτή μεγάλη,
έκαμε μιαν τ' άη Γιωργιού και μίαν τ' άη Μάμα.
 
Εκάλεσεν τους άρχοντες κι όλο τ' αρχοντολόι
εκάλεσε και τους φτωχούς κι όλο το φτωχολόι.
Τραπέζιν που τους έβαλε και κάτσασι να φάσιν,
απολογάτ' ο βασιλιάς τούτον το λόγο λέει:
 
- Ποιός πάει πέρα στο Περόν, στο μέγα σουλτανίκι
να πάρει τούτο το χαρτί, να φέρει αντιχάρτι
να κάμει δίκιον πόλεμο  να ξακουστεί στον κόσμο;
 
Και κει χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη,
κλωτσιάν της τάβλας έδωκεν, στα πόδια του εβρέθη;
 
- Ούλα για μένα τα λαλείς ούλα για με τα λέεις,
και φέρτε μου τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτη,
και καταλυέι τα σίδερα και πίνει τον Αφράτη,
οπού πατά τα μάρμαρα και κουρνιαχτούς δε βγάζει
και φέρτε το σπαθάκι μου το περευλογημένο,
όθε να μπεί στον πόλεμο βγαίνει μακελωμένο,
φέρτε μου το κοντάρι μου, που 'ν ' άη Γιώργης πάνου,
φέρτε μου το ματσούκι μου, που 'ν' άη Μάμας πάνου.



Το ματσούκι. Απόσπασμα από εικονογράφηση σε συνέχειες.
Έργο του Δ. Σκουρτέλη.

   






















Πηδά και καβαλίκεψεν το πέρκαλον τον μαύρο
κι ώστε να πει έχετε γειάν, επήγε χίλια μίλια
κι ώστε ν πούσι στο καλόν, επήγεν άλλα χίλια.
 
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πήγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν,
την μέση μέση πήγαινε κι οι ν' άκρες λιγοστεύαν.
Παλεύγει τρία μερόνυχτα, παλεύγει τρείς ημέρες,
ο μαύρος του απόστασε και κείνος εβαρέθη.
 
Φτερνιστηρκά του μαύρου του, βγαίν' απο το φουσάτο,
και βρίσκει πέτρα ριζιμιά και γέρνει και πεζεύει.
Γροθιάν της πέτρας έδωκε κι ανοίξαν πέντε βρύσες
κι έπιασε με την δράκαν του και πότε τον μαύρο
και μπήγει το κοντάριν του, κάμνει οσκιόν και πέφτει
ανοίγει τες αγκάλες του και το θεό δοξάζει:
 
- Θεέ, κι αν είμαι πλάσμα σου, Χριστέ κι επακεσέν του,
έδωσε και διανάφανεν αρφός του Αλιάντρης.
Απο μακριά φωνάζει του, απο κοντά λαλεί του:
 
- Εγλέπ, εγλέπ' αρφούλη μου, αρφούλη μ' Αλιάντρη,
στο γύρισμα του μαύρου σου, στο κλώσμα του σπαθιού σου,
έχει μικρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
και στήνουν τα βροχόλουρα και γλέπου να σε πιάσουν.
     
Φτερνιστηρκά του μαύρου του και μπαίνει στο φουσάτο
την άκραν άκραν πάγαινε κι οι μέσες καταλνούνταν
τες μέσες μέσες έπιανε κι οι μέσες λιγοστεύαν.
Στο γύρισμα του μαύρου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, τον Αλιάντρη πιάνουν.
 
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι
εβάλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.

 Και εκεί χαμαί Θεοφύλαχτος αγριώθη και θυμώθη
πηδά και καβαλίκεψεν τον πέρκαλον τον μαύρο
φτερνιστηρκά του μαύρου του, μπαίνει μες στο φουσάτο,
παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες
τις τρείς ημέρες έκοβεν ούλον μύτες και γλώσσες
οι μύτες εν τους δράκοντες, οι γλώσσες εν τους λεόντες,
στο γύρισμα τ' αλόγου του, στο κλώσμα του σπαθιού του,
είχε μωρά Σαρακηνά, γέροντες αρκουδιώντες,
κι έστησαν τα βροχόλουρα, Θεοφύλαχτον τον πιάνουν.
 
Έραψαν τα ματάκια του τρείς δίπλες το ραφίδι,
εδέσασι τα χέρια του τρείς δίπλες τ' αλυσίδι,
έβαλαν και στη ράχη του εννιά μοδιών μολύβι.

Ο Θεοφύλαχτος ξαποσταίνει. Έργο Δ. Σκουρτέλη.
























-Σύ είσ' ο Θεοφύλαχτος ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσες τον κύρη του και πήρες το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψες και δεκαπέντε χώρες;
 
- Εγώ είμ' ο Θεοφύλαχτος, ο γιός του Μαστραγκύλα,
που σκότωσα τον κύρη σου και πήρα το λαό του,
χίλια χωριά του ξάλειψα και δεκαπέντε χώρες.
 
Εκρόνοιξε τα μάτια του και κόπη το ραφίδιν,
έσφιξε τες αγκώνες του και κόπη τ' αλυσίδιν,
έγειρε και τη ράχη του κι έπεσε το μολύβιν,
απέσπασεν τ' αδέρφι του, που 'τον φυλακωμένο.
 
Παλεύει τριά μερόνυχτα, παλεύει τρείς ημέρες,
κι εκεί χαμαί 'δωκε χαρτί και πήρεν αντιχάρτι.
 
Κι έκαμε δίκιον πόλεμον κι ακούστηκε στον κόσμο.

---------------------------------------------------------------


ΤΟΥ ΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ 

Τρώτε και πίνετ', άρχοντες, κ' εγώ να σας δηγούμαι,
κ' εγώ να σάς -ε δηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον, τον είδα γω 'ς τσοί κάμπους κ'εκυνήγα,
κυνήγα κ' ελαγώνευγεν ο νιος κι' αγριμολόγα.
'Σ το γλάκιο πιάνει ο νιος λαγό, 'ς τον πήδο πιάνει αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.

Μα ο Χάροντας επέρασε κ' ήτονε μανισμένος.
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τάρματά σου, 
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω τη ψυχή σου. 
-Δε βγάνω γω τα ρούχα μου, δε θέτω τάρματά μου,

μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρης τη ψυχή μου. 
Μ' άντρας εσύ, άντρας κ' εγώ, κ' οι δυο καλ' αντρωμένοι,
κι' ας παμε να παλαίψωμε 'ς το σιδερόν αλώνι, 
να μη ραΐσουν τα βουνά και να χαλάση η χώρα."

Και πάνε κι' απαλεύγανε 'ς το σιδερόν αλώνι. 
Κ' εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω. 
Μ' απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη. 
Πιάνει το νιο 'που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει.
Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ' μ' απού τη μέση, 
και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν' τα παλληκάρια.
-Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια, 
πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι' άντρες πολεμιστάδες, 
και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες."


---------------------------------------------------------------------
Για την διάθεση ή παραγγελία των εμφανιζόμενων πινάκων και σχεδίων, κεραμικών, κλπ, παρακαλώ εικοινωνείστε στο   Dim.skourt@gmail.com

For sales or order of the above paimtings, drawings and ceramics, you may contact us at Dim.skourt@gmail.com