(Υπό κατασκευή)
Ο Αμιράς Μουσούρ, ο πατέρας του Διγενή, φαίνεται να αναφέρεται ανεξάρτητα σε πολλά δημοτικά τραγούδια ως Αμιράς > Εμίρ Αλής > Μιριολής > Μαυριαλής > Μαυροειδής. Βέβαια, η ταύτιση δεν είναι πάντα σίγουρη. Στο γνωστότερο από τα τραγούδια του πίνει σε "δίπορτη" ταβέρνα (για να εξασφαλίζει οδό διαφυγής) και είναι πρόθυμος να πουλήσει την σέλλα και το άλογό του για να πιεί. Η μεγάλη εκτίμηση στις πολύτιμες σέλλες υπάρχει και στο Γραπτό Έπος, ("ήτον και η σέλλα πάντερπνος, όλη κατεζουλίστην") και όπως εδώ, αναφέρεται ειρωνικά.
Ο Αμιράς Μουσούρ, ο πατέρας του Διγενή, φαίνεται να αναφέρεται ανεξάρτητα σε πολλά δημοτικά τραγούδια ως Αμιράς > Εμίρ Αλής > Μιριολής > Μαυριαλής > Μαυροειδής. Βέβαια, η ταύτιση δεν είναι πάντα σίγουρη. Στο γνωστότερο από τα τραγούδια του πίνει σε "δίπορτη" ταβέρνα (για να εξασφαλίζει οδό διαφυγής) και είναι πρόθυμος να πουλήσει την σέλλα και το άλογό του για να πιεί. Η μεγάλη εκτίμηση στις πολύτιμες σέλλες υπάρχει και στο Γραπτό Έπος, ("ήτον και η σέλλα πάντερπνος, όλη κατεζουλίστην") και όπως εδώ, αναφέρεται ειρωνικά.
. |
Ο Μιριολής. Έργο Δ. Σκουρτέλη Ο ΜΙΡΙΟΛΗΣ
Τ' αγρίμι στέκει στο τσουγκρί κι η σκύλα στές αλτσίδες,
κι ο Μιριολής χαροκοπά σε δίπορτην ταβέρνα. - Βάλε, ταβερναρά, κρασί, να πιούν τα παληκάρια, να πιώ κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου. Κι α δε με φτάξουν τ' άσπρα μου, απόξω στέκει ο μαύρος και κάνει ο μαύρος εκατό κι η σέλλα του διακόσια, και τα χαλιναράκια του....
Ο ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Θέ μου, και τι να γίνησα του κάστρου οι αντρειωμένοι;
Μήτε σε γάμο φαίνονται μήτε σε μοιρολόι, διάησα να κουρσέψουσι του βασιλιά το κάστρο, όπ' έχει την πεντάμορφη και μαυρομάτα κόρη, που ο Μαυροειδής την αγαπά και θέλει να την πάρει. Διάησα και την πήρασι, τη φέρνουν στο καράβι, δόνουσι δρόμο και κινούν, και φτάνουσι στη Μάνη, πέρα στην άκρη του γιαλού, στην άκρη του πελάου, όπού 'ναι σπήλια και γκρεμοί κι η θάλασσα 'ναι μαύρη, και κάστρο θεμελιώνουσιν απάνου στο Τηγάνι. Φέρουσιν απο τη Φραγκιά το σίδερο, τ' ατσάλι, το κρούσταλο απ' τη Βενετιά και το μαργαριτάρι, κι απο την Πόλη μάρμαρο, και το χρυσό ψαράκι, κάνουσι πύργο γυάλινο, η κόρη να'ναι χώρια και χωριστός βιγλάτορας την κόρη να φυλάει. Έργο Δ. Σκουρτέλη Το κάστρο αποτελειώνουσι και κλείνοντ' όλοι μέσα και να σου ο Χάρος έφτασε, ο μαύρος καβαλάρης, την κόρη αναγυρεύοντας του βασιλιά να πάρει, κι απο μακριά τους χαιρετά, κι απο κοντά τους λέει: -- Καλώς τα κάνετ' άρχοντες, καλώς τα πολεμάτε. -- Καλώς ορίζεις, Χάρο μου, καλώς την αφεντιά σου. Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να ανιστορήσεις, Χάρο μου, πούθεν έρχεσαι, για πού θε να τραβήξεις; -- Εγώ δεν ήρθα για φαΐ, ούτε ν' ανιστορήσω, μόν' ήρθα την πεντάμορφη την κόρη για να πάρω. -- Η κόρη είναι στον πύργο της, ο Μαυροειδής την έχει, και δε ζέ τήνε δόνουμε, α δε μας ενικήσεις, τι έχομε κάστρο δυνατό, κι είμαστε αντρειωμένοι. Κι ο Χάρος, οπού τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη, και βάνει άγρια τη φωνή, και θυμωμένος λέει: -- Ποιός έχει ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι; Κι ο Μαυροειδής, σαν τ' άκουσε, που ήταν απά στον πύργο, του κακοφάνηκε πολύ, και παρατά την κόρη, και κατεβαίνει θαρρετά, και χολιασμένος λέει: -- Εγώ 'χου ατσάλινο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι, εγώ 'χου στήθος μάρμαρο και γώ θα ζέ νικήσου, Χάρο, αν είσαι δυνατός, κι αν είσαι παληκάρι, έλα, πά να παλέψουμε, στο σιδερένιο αλώνι, οπόχει πάτον δυνατό, και γύρον ατσαλένιο. Εφτά βολές ο Μαυροειδής ενίκησε το Χάρο, κι απάνου στις οχτώ βολές, ο Χάροντας θυμώνει, βάνει όλη του τη δύναμη, το νέο ξαρματώνει, κι απ' τα μαλλιά τόνε τραβά, χάμου τόνε ξαπλώνει.
Ο Μαυροειδής κι ο Χάρος. Έργο του Δ. Σκουρτέλη.
-- Άσε με, Χάρο, άσε με, τι έγω είμ' αντρειωμένος, τώρα που με ξαρμάτωσες, λογιούμαι νικημένος, και δε τη θέλου τη ζωή εις τον Απάνου Κόσμου, μόν' δείξε μου τη στράτου ζου, κι έρχομαι με την κόρη. Κι ο Χάρος, αναμπαίζοντα, λέει του αντρειωμένου: - Πού 'ν' τ' ατσαλένιο ζου σπαθί, που' ναι το βρακοζώνι, που 'ν' η παληκαρία σου στο σιδερένιο αλώνι; Που 'ναι τα στήθη μάρμαρο, το Χάρο να νικήσεις; Φέρε την κόρη ολήγορα, και σύ να αγκλουθήσεις τη στράτα τη θαλασσινή πίζου μαϊτά μη ρίξεις. Μόν' βλέπε κείνο το βουνό, κάτου στον πέρα κάβο, με τα γκρεμά και τις σπηλιές, που η θάλασσα το δέρνει, εκεί 'ναι μένα η στράτα του, και λίγο παρακάτω, εκεί να'ναι και το σπήλιο μου, που πάει στον Κάτου Κόσμο, που πάει στα Τάρταρα της γής, με τους αποθαμένους. Κι όντες θα δεις την πόρτα του, λαχτάρα θα ζε πιάσει, τι είν' απόμεσα σκοτεινή, κι απόξ' αραχνιασμένη, με τα κουφάρια των αντρών είναι όλη χτισμένη, με τα μαλλιά των κοριτσιών την έχου σκεπασμένη. |
Έργο Δ. Σκουρτέλη. |
Οι στρατιώτες αποδοκιμάζουν τον Αμιρά πριν την μονομαχία του με τον Κωνσταντίνο. Απόσπασμα εικονογράφησης σε συνέχειες. Έργο του Δ. Σκουρτέλη |
---------------------------------------------------------------------
Για την διάθεση ή παραγγελία των εμφανιζόμενων πινάκων και σχεδίων, κεραμικών, κλπ, παρακαλώ εικοινωνείστε στο Dim.skourt@gmail.com
For sales or order of the above paimtings, drawings and ceramics, you may contact us at Dim.skourt@gmail.com